- ὅσπερ, ἥπερ, ὅπερ
- + R 0-0-0-1-4=5 Jb 6,17; 2 Mc 3,36; 4 Mc 1,12; 13,19; Wis 19,18what exactly, which indeed
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
όσπερ — ήπερ, όπερ (Α ὅσπερ και ὅπερ και επικ. τ. οἷόπερ, ἥπερ, ὅπερ) ακριβώς εκείνος που, ακριβώς αυτός που αρχ. 1. (οι πλάγ. πτώσεις ως επίρρ.) α) ὅπερ i) γι αυτόν τον λόγο ii) αν και β) ἅπερ καθώς, όπως γ) οὗπερ όπου δ) ᾗπερ, δωρ. τ. ᾇπερ, ιων. τ.… … Dictionary of Greek
απερεί — ἁπερεί επίρρ. (Α) βλ. ωσπερεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < άπερ (πληθ. ουδ. της αναφ. αντων. όσπερ, ήπερ, όπερ) + ει (υποθ. σύνδ.)] … Dictionary of Greek